ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΗΒΑΣ

Μυκηναϊκοί χρόνοι

Η ακμή της μυκηναϊκής περιόδου χαρακτηρίζεται από πολλαπλές καινοτομίες: ιδρύθηκαν ανάκτορα, χρησιμοποιήθηκε η πρώτη γραπτή μορφή της ελληνικής γλώσσας (Γραμμική Β γραφή), αναπτύχθηκαν οι τέχνες και εντάθηκαν οι σχέσεις με αυτοκρατορίες της ανατολικής Μεσογείου.
Σημαντικά κέντρα αποτελούσαν η Θήβα και ο Ορχομενός στη Βοιωτία, οι Μυκήνες και η Τίρυνθα στην Αργολίδα, η Πύλος στη Μεσσηνία, ο Άγιος Βασίλειος στη Λακωνία, ο Βόλος στη Μαγνησία, η Κνωσός και η Κυδωνία (Χανιά) στην Κρήτη. Πρόκειται για έδρες κρατών, ενταγμένων πιθανώς σε μια ευρύτερη πολιτική οντότητα στην περιοχή του Αιγαίου, ίσως αυτήν που αναφέρεται ως Ahhiyawaστα κείμενα των Χετταίων.
Στην ενότητα 5 ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να θαυμάσει τα εντυπωσιακά ευρήματα που τεκμηριώνουν διάφορες πτυχές του λαμπρού μυκηναϊκού πολιτισμού στη Βοιωτία. Εκτός από τα μεγάλα κέντρα της Θήβας και του Ορχομενού, αναπτύχθηκαν στην περιφέρειά τους δευτερεύοντα, όπως η Εύτρηση, η Αυλίδα, η Τανάγρα και ο Ελεών, καθώς και πλήθος μικρότερων οικισμών. Εικάζεται επίσης η επέκταση της επιρροής της Βοιωτίας στην Εύβοια, την Αττική, την ανατολική Φωκίδα και τη Λοκρίδα.
Ειδικότερα η Θήβα, με πλεονεκτική γεωγραφική θέση στο σταυροδρόμι χερσαίων και θαλάσσιων οδών, εξελίχθηκε σε έδρα ενός από τα ισχυρότερα ανακτορικά κράτη της μυκηναϊκής Ελλάδας, κυρίαρχη του κεντροελλαδικού χώρου. Η ακρόπολη της Θήβας, η Καδμεία, διέθετε ισχυρό «κυκλώπειο» τείχος, που περιέβαλλε τον οικισμό και το συγκρότημα του ανακτόρου. Κυκλώπειες οχυρώσεις είχαν και άλλοι γνωστοί βοιωτικοί οικισμοί,όπως η Εύτρηση, η Αλίαρτος και ο Ελεώνας (σημερινό Άρμα).
Μοναδική θεωρείται η τεράστια οχύρωση στην ακρόπολη του Γλα, η οποία συνδέεται με τα μεγάλα τεχνικά αποστραγγιστικά έργα της Κωπαΐδας. Το τεχνικό αυτό επίτευγμα, μοναδικό στην αρχαιότητα, αποδεικνύει το υψηλό επίπεδο τεχνικών γνώσεων στο οποίο είχαν φτάσει οι μυκηναίοι μηχανικοί.
Μια σημαντική διαφοροποίηση του μυκηναϊκού κόσμου από τις προηγούμενες περιόδους ήταν η χρήση της Γραμμικής Β γραφής, της πρώτης γραπτής μορφής της ελληνικής γλώσσας. Προήλθε από την παλαιότερη Γραμμική Α γραφή της μινωικής Κρήτης, την οποία οι Μυκηναίοι υιοθέτησαν και τροποποίησαν, ώστε να αποδώσουν τη δική τους διάλεκτο, γνωστή σήμερα και ως μυκηναϊκή ελληνική. Η Γραμμική Β γραφή χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από τη διοίκηση των ανακτόρων για την καταγραφή των διακινουμένων προϊόντων και πρώτων υλών σεπήλινες πινακίδες. Παρά το λογιστικό περιεχόμενό τους προσφέρουν πλήθος έμμεσωνπληροφοριών για τη μυκηναϊκή κοινωνία, τη διοίκηση, την αγροτική παραγωγή, ταεργαστήρια και το προσωπικό τους, τις εξωτερικές σχέσεις, την τοπογραφία και τη λατρεία.
Επιγραφές Γραμμικής Β γραφής διατηρήθηκαν επίσης σε μεγάλους ψευδόστομουςαμφορείς, με τους οποίους μεταφερόταν λάδι και κρασί. Οι γραφείς χάραζαν με οστέινες ή μετάλλινες γραφίδες τα σύμβολα στον άψητο πηλό των πινακίδων και των σφραγισμάτων. Στη συνέχεια τα γραπτά τεκμήρια φυλάσσονταν σε ιδιαίτερα αρχεία και διασώθηκαν επειδή κάηκαν από τη φωτιά που κατέστρεψε τους χώρους φύλαξής τους.
Γύρω στα 1200 π.Χ. τα μυκηναϊκά ανάκτορα υφίστανται σοβαρές καταστροφές για άγνωστα μέχρι σήμερα αίτια. Ενδέχεται γενικές αναταραχές στην ανατολική Μεσόγειο να διέκοψαν ζωτικούς εμπορικούς δρόμους και αγορές. Η πολιτική και κοινωνική ιεραρχία και η συγκεντρωτική οικονομία των Μυκηναίων αποδιοργανώθηκαν και μαζί τους χάθηκαν η γραφή και οι καλές τέχνες.
Την ίδια εποχή, και ενώ πιθανότατα αρχίζουν οι μετακινήσεις των Βοιωτών από τα βόρεια, η ζωή στον βοιωτικό χώρο συνεχίζεται σε διάφορους παραλιακούς οικισμούς ή στα περιθώρια των πρώην ανακτορικών κέντρων της Θήβας και του Ορχομενού, στην Εύτρηση, στον Ελεώνα (σημερινό Άρμα) και στην Ταναγραϊκή. Κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. φαίνεται ότι εξακολουθούν οι μετακινήσεις πληθυσμών και η αναταραχή των προηγούμενων χρόνων.
Η περιήγηση του επισκέπτη στη μυκηναϊκή Βοιωτία αρχίζει στην Προθήκη 47α με ένα σφράγισμα, χαρακτηριστικό σύμβολο της ανακτορικής διοίκησης και εξουσίας. Στην Προθήκη 47 παρουσιάζονται σημαντικές θέσεις της μυκηναϊκής Βοιωτίας.
Ακολουθεί αφιέρωμα στη μυκηναϊκή αρχιτεκτονική, με ανασύνθεση τμήματος στέγης με αρχαίες κεραμίδες και τμήματος τοιχοποιίας. Ξεχωρίζουν οι εξαιρετικές τοιχογραφίες “των ροδάκων” από ανακτορικό κτήριο του Ορχομενού και “των δελφινιών” από το ανακτορικό συγκρότημα στην ακρόπολητου Γλα.
Την παρουσίαση μίας μυκηναϊκής πόλης συμπληρώνει σχετική βιντεοπροβολή, ενώ στο βάθρο 9 εκτίθεται μακέτα της ακρόπολης του Γλα.
Η επόμενη ενότητα με τις Προθήκες 48, 50-54 είναι αφιερωμένη στη διοίκηση και στη γραφή και συμπληρώνεται με διαδραστική ψηφιακή εφαρμογή με θέμα το γραφέα Γραμμικής Β γραφής.
Στην Προθήκη 55 ο επισκέπτης θα εντυπωσιαστεί από το πλήθος και την ποικιλία των εισηγμένων στη Θήβα αντικειμένων πολυτελείας και στο βάθρο 7 από τις εμπορικές σχέσεις με την Κρήτη.
Μοναδικό εύρημα, στην Προθήκη 56, αποτελεί ο «θησαυρός» των σφραγιδοκυλίνδρων από λαζουρίτη με χεττιτική, μεσοποταμιακή, κασσιτική, μιταννική και κυπριακή προέλευση,που αποκαλύφθηκε στο ανάκτορο της Θήβας.
Στις Προθήκες 58-63 εκτίθεται η εργαστηριακή δραστηριότητα του θηβαϊκού ανακτόρου, στην Προθήκη 64 η εξέλιξη της κεραμικής και στις Προθήκες 65-68 παρουσιάζεται η μυκηναϊκή θρησκεία και λατρεία, η οποία ολοκληρώνεται εντυπωσιακά με την τοιχογραφία της “πομπής των γυναικών” από το ανάκτορο των Θηβών.
Στις μικρογραφικές τοιχογραφίες που κοσμούσαν το ανακτορικό κτήριο του Ορχομενού παρουσιάζονται οι ανδρικές ασχολίες του κυνηγιού και του πολέμου.
Αντίστοιχα, στις Προθήκες 69-75 εκτίθενται καταγραφές αλλά και απεικονίσεις οπλισμού, ιπποσκευών, καθώς και τμήματα από δύο μυκηναϊκές πανοπλίες.
Στις Προθήκες 76-83 παρουσιάζονται αντικείμενα για την εξυπηρέτηση καθημερινών αναγκών, σκεύη, κοσμήματα και είδη καλλωπισμού.Η κεντρική νησίδα φιλοξενεί την ενότητα με τα ταφικά έθιμα.
Ο επισκέπτης δεν πρέπει να προσπεράσει τις περίφημες λάρνακες από θαλαμωτούς τάφους της Τανάγρας, μοναδικά ταφικά αντικείμενα στον ελλαδικό χώρο με σαφείς επιρροές από τη μινωική Κρήτη (βάθρο10-13) Εντυπωσιακή είναι η λάρνακα με παράσταση κυνηγιού, αγώνων και ταυροκαθαψίων (άλμα πάνω από τη ράχη ταύρου σε κίνηση), ένα έθιμο που συναντάται στη μινωική Κρήτη (βάθρο 14). Η ενότητα ολοκληρώνεται με πολυπληθή κτερίσματα από μυκηναϊκούς τάφους της Τανάγρας (Προθ. 87-88), της Καλλιθέας (Προθ. 89), και της Θήβας (Προθ. 84-86, 90 & βάθρο 15).
Την ταραγμένη περίοδο που ακολουθεί την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων αντιπροσωπεύουν ο εικονιστικός κρατήρας του 12ου αιώνα π.Χ. στο βάθρο 16 και τα ταφικά κτερίσματα στις Προθήκες 91-93.